- υποστατικό(ν)
- το поместье, имение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποστατικό — το / ὑποστατικόν, ΝΑ νεοελλ. αγρόκτημα αρχ. χρηματικό ποσό το οποίο έπρεπε να καταβάλλουν οι πρόσφατα μυημένοι, οι νέοι μύστες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαοτικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. ὑποστατικός] … Dictionary of Greek
υποστατικό — το αγροτικό κτήμα, αγρόκτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυτιλήνης — Η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια. Το παλαιότερο (Αργύρη Εφταλιώτη 7 & 8ης Νοεμβρίου) στεγάζει ευρήματα από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ στο νεότερο (8ης Νοεμβρίου) παρουσιάζονται ευρήματα των… … Dictionary of Greek
υποστατικός — ή, ό 1. (ιατρ.), αυτός που έχει σχέση με την υπόσταση, που παράγεται με υπόσταση: Υποστατικό φαινόμενο. 2. το ουδ. ως ουσ., υποστατικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγκτησις — ἔγκτησις, η (Α) 1. ιδιοκτησία κτημάτων σε ξένη χώρα 2. το δικαίωμα τής ιδιοκτησίας σε ξένη περιοχή 3. αγρόκτημα, υποστατικό 4. απόκτηση γαιών … Dictionary of Greek
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
Γκόγκολ, Νικολάι Βασίλιεβιτς — (Nikolay Vasilyevich Gogol, Σοροστσίντσι, Πολτάβα 1809 – Μόσχα 1852). Ρώσος συγγραφέας. Καταγόταν από πατριαρχική οικογένεια Ουκρανών κοζάκων, έζησε έως δώδεκα ετών στο μικρό πατρικό υποστατικό της Βασιλιέβκα και αργότερα φοίτησε στο γυμνάσιο του … Dictionary of Greek
έπαυλη — η 1. πολυτελές και κομψό εξοχικό σπίτι, η βίλα. 2. αγροτικό κτήμα με τα παραρτήματά του (στάβλοι, αποθήκες, κήποι, χωράφια κτλ.), αγροικία, υποστατικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόσταση — η 1. ύπαρξη (βλ. λ.): Από τα πυρηνικά όπλα κινδυνεύει η υπόσταση της ανθρωπότητας. 2. βάση, θεμέλιο, αλήθεια: Οι φήμες αυτές δεν έχουν υπόσταση. 3. υποστάθμη (βλ. λ.). 4. σημαδόφωνο της βυζαντινής μουσικής, σημάδι. 5. (ιατρ.), συρροή αίματος στα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)